- κατατίτρησις
- κατατίτρ-ησις, εως, ἡ,A = κατάτρησις, Crito ap. Gal.13.883.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατίτρησις — κατατίτρησις, ἡ (Α) [κατατιτρώ] κατάτρηση, διάτρηση, τρύπημα … Dictionary of Greek
κατατίτρησι — κατατίτρησις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατίτρησιν — κατατίτρησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)